-
1 πραπίδες
πρᾰπίδες, αἱ, dat.1 = φρένες, midriff, diaphragm,βάλε.. ἦπαρ ὑπὸ πραπίδων Il. 11.579
, cf. 13.412, 17.349: then, since this was deemed the seat of mental powers and affections,2 understanding, mind,ἰδυίῃσι πραπίδεσσι 1.608
, 18.380, etc.;περὶ μὲν πραπίδες, περὶ δ' ἐστὶ νόημα Hes. Th. 656
; as the seat of desire, heart,ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος Il.24.514
; ἔσχεν ἄκοιτιν ἀρηρυῖαν πραπίδεσσιν wins a wife after his own heart, Hes.Th. 608;πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσιν Emp.129.4
; πραπίδων πλοῦτος ib.2, cf. Pi.O.11(10).10, P.4.281; Trag. in lyr.,εὖ πραπίδων λαχόντα A.Ag. 380
, cf. 802, E.Andr. 480: rarely in sg. πραπίς, ίδος, Pi.P.2.61, Fr. 109, E.Ba. 427 (lyr.), 999 (lyr.);ἔργον ἐμῆς π. IG 14.1500
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραπίδες
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский